Τι είναι η ανδρεία και πώς έχει σε σχέση με τη δειλία και τη θρασύτητα

What courage is and how it stands between cowardice and rashness

 

Το φοβερό δεν είναι το ίδιο για όλους, αλλά λέμε φοβερό και κάτι που υπερβαίνει τις ανθρώπινες δυνατότητες. Αυτό λοιπόν είναι το λογικό φοβερό. Τα ανθρωπίνως όμως φοβερά διαφέρουν τόσο σε μέγεθος όσο και σε βαθμό· ομοίως δε και τα θαρραλέα.

Ο δε ανδρείος δεν πτοείται καθόσον άνθρωπος. Ωστόσο θα φοβηθεί και αυτού του είδους τα πράγματα, θα υπομείνει όμως χάριν του καλού, στο μέτρο που ορίζει ο λόγος και καθώς πρέπει· διότι τούτο στοχάζεται η αρετή. Εξάλλου είναι δυνατόν κανείς να φοβάται αυτά σε διαφορετικό βαθμό, και ακόμη τα μη φοβερά ως φοβερά.

Γίνονται δε τα σφάλματα, άλλα διότι φοβόμαστε αυτό που δεν πρέπει, άλλα διότι όχι όπως πρέπει, άλλα διότι όχι όταν πρέπει, ή κάτι ανάλογο· ομοίως και όσον αφορά τα θαρραλέα.

Ο ανδρείος

Αυτός λοιπόν που φοβάται και υπομένει όσα πρέπει και για τον λόγο που πρέπει, και καθώς πρέπει και όταν πρέπει, καθώς και όποιος θαρρεί αναλόγως, είναι ανδρείος· διότι ο ανδρείος πάσχει και ενεργεί με μέτρο την αξία και ως ορίζει ο λόγος.

Εξάλλου ο σκοπός κάθε ενέργειας είναι σε αντιστοίχιση με τον ανάλογο χαρακτήρα. Και για τον ανδρείο η ανδρεία είναι καλό. Τέτοιος λοιπόν είναι και ο σκοπός· διότι ο σκοπός είναι αυτός που καθορίζει το εκάστοτε πράγμα. Χάριν του καλού επομένως ο ανδρείος υπομένει και πράττει τα κατά την ανδρεία.

Από όσους υπερβαίνουν τα όρια, εκείνος που υπερβάλλει σε αφοβία δεν έχει όνομα (είπαμε πρωτύτερα ότι πολλά πράγματα δεν έχουν όνομα), θα ήταν όμως κάποιος μανιακός ή ανάλγητος, αν δεν φοβόταν τίποτε, μήτε σεισμό μήτε κύματα, όπως λένε για τους Κέλτες.

Ο θρασύς

Εκείνος δε που υπερβάλλει σε θάρρος, όσον αφορά τα φοβερά, είναι θρασύς. Φαίνεται δε και ότι είναι αλαζόνας ο θρασύς και ότι προσποιείται τον ανδρείο. Τη στάση λοιπόν που ο ανδρείος έχει σε ζητήματα φοβερά, την ίδια ο θρασύς θέλει να φαίνεται ότι έχει· όσα επομένως μπορεί, μιμείται. Γι’ αυτό και πολλοί από αυτούς είναι θρασύδειλοι· διότι ενώ έχουν θράσος εκεί που μπορούν, στα φοβερά δεν υπομένουν.

Ο δειλός

Εκείνος πάλι που υπερβάλλει σε φόβο είναι δειλός· διότι και αυτά που δεν πρέπει και καθώς δεν πρέπει, και όλα τα παρόμοια τον ακολουθούν. Ελλείπει δε και στο θάρρος· αλλά φαίνεται περισσότερο όταν υπερβάλλει σε λυπηρές καταστάσεις. Ο δειλός λοιπόν είναι άτομο απελπισμένο· διότι φοβάται τα πάντα. Ο δε ανδρείος το αντίθετο· διότι το θάρρος είναι γνώρισμα εκείνου που ελπίζει.

Γύρω από τα ίδια λοιπόν στρέφεται τόσο ο δειλός και ο θρασύς όσο και ο ανδρείος, διαφέρουν όμως προς αυτά· διότι οι μεν υπερβάλλουν και ελλείπουν, ο δε έχει μετριοπαθώς και καθώς πρέπει· και οι μεν θρασείς είναι ριψοκίνδυνοι, και ενώ είναι πρόθυμοι πριν τον κίνδυνο, την ώρα του κινδύνου απομακρύνονται, οι δε ανδρείοι δριμείς την ώρα του έργου, πρωτύτερα ήσυχοι.

Η ανδρεία

Καθώς είπαμε λοιπόν η ανδρεία είναι μεσότητα γύρω από τα θαρραλέα και τα φοβερά, στις περιπτώσεις που είπαμε, και προτιμά και υπομένει διότι είναι καλό, ή διότι αισχρό το να μην το κάνει. Ωστόσο το να αποθάνει κανείς για να αποφύγει την φτώχια ή τον έρωτα ή κάτι λυπηρό δεν είναι γνώρισμα ανδρείου, αλλά μάλλον δειλού· διότι είναι μαλθακότητα το να αποφεύγει κανείς τα επίπονα, και καρτερεί τον θάνατο, όχι διότι είναι καλό, αλλά διότι διαφεύγει ένα κακό.

Τὸ δὲ φοβερὸν οὐ πᾶσι μὲν τὸ αὐτό, λέγομεν δέ τι καὶ ὑπὲρ ἄνθρωπον. τοῦτο μὲν οὖν παντὶ φοβερὸν τῷ γε νοῦν ἔχοντι, τὰ δὲ κατ’ ἄνθρωπον διαφέρει μεγέθει καὶ τῷ μᾶλλον καὶ ἧττον· ὁμοίως δὲ καὶ τὰ θαρραλέα.

Ὁ δὲ ἀνδρεῖος ἀνέκπληκτος ὡς ἄνθρωπος. φοβήσεται μὲν οὖν καὶ τὰ τοιαῦτα, ὡς δεῖ δὲ καὶ ὡς ὁ λόγος ὑπομενεῖ τοῦ καλοῦ ἕνεκα· τοῦτο γὰρ τέλος τῆς ἀρετῆς. ἔστι δὲ μᾶλλον καὶ ἧττον ταῦτα φοβεῖσθαι, καὶ ἔτι τὰ μὴ φοβερὰ ὡς τοιαῦτα φοβεῖσθαι.

Γίνεται δὲ τῶν ἁμαρτιῶν ἡ μὲν ὅτι ὃ οὐ δεῖ,, ἡ δὲ ὅτι οὐχ ὡς δεῖ, ἡ δὲ ὅτι οὐχ ὅτε, ἤ τι τῶν τοιούτων· ὁμοίως δὲ καὶ περὶ τὰ θαρραλέα.

Ὁ μὲν οὖν ἃ δεῖ καὶ οὗ ἕνεκα ὑπομένων καὶ φοβούμενος, καὶ ὡς δεῖ καὶ ὅτε, ὁμοίως δὲ καὶ θαρρῶν, ἀνδρεῖος· κατ’ ἀξίαν γάρ, καὶ ὡς ἂν ὁ λόγος, πάσχει καὶ πράττει ὁ ἀνδρεῖος.

Τέλος δὲ πάσης ἐνεργείας ἐστὶ τὸ κατὰ τὴν ἕξιν. καὶ τῷ ἀνδρείῳ δὲ ἡ ἀνδρεία καλόν. τοιοῦτον δὴ καὶ τὸ τέλος· ὁρίζεται γὰρ ἕκαστον τῷ τέλει. καλοῦ δὴ ἕνεκα ὁ ἀνδρεῖος ὑπομένει καὶ πράττει τὰ κατὰ τὴν ἀνδρείαν.

Τῶν δ’ ὑπερβαλλόντων ὁ μὲν τῇ ἀφοβίᾳ ἀνώνυμος (εἴρηται δ’ ἡμῖν ἐν τοῖς πρότερον ὅτι πολλά ἐστιν ἀνώνυμα), εἴη δ’ ἄν τις μαινόμενος ἢ ἀνάλγητος, εἰ μηθὲν φοβοῖτο, μήτε σεισμὸν μήτε κύματα, καθάπερ φασὶ τοὺς Κελτούς.

Ὁ δὲ τῷ θαρρεῖν ὑπερβάλλων περὶ τὰ φοβερὰ θρασύς. δοκεῖ δὲ καὶ ἀλαζὼν εἶναι ὁ θρασὺς καὶ προσποιητικὸς ἀνδρείας. ὡς γοῦν ἐκεῖνος περὶ τὰ φοβερὰ ἔχει, οὗτος βούλεται φαίνεσθαι· ἐν οἷς οὖν δύναται, μιμεῖται. διὸ καὶ εἰσὶν οἱ πολλοὶ αὐτῶν θρασύδειλοι· ἐν τούτοις γὰρ θρασυνόμενοι τὰ φοβερὰ οὐχ ὑπομένουσιν.

Ὁ δὲ τῷ φοβεῖσθαι ὑπερβάλλων δειλός· καὶ γὰρ ἃ μὴ δεῖ καὶ ὡς οὐ δεῖ, καὶ πάντα τὰ τοιαῦτα ἀκολουθεῖ αὐτῷ. ἐλλείπει δὲ καὶ τῷ θαρρεῖν· ἀλλ’ ἐν ταῖς λύπαις ὑπερβάλλων μᾶλλον καταφανής ἐστιν. δύσελπις δή τις ὁ δειλός· πάντα γὰρ φοβεῖται. ὁ δ’ ἀνδρεῖος ἐναντίως· τὸ γὰρ θαρρεῖν εὐέλπιδος.

Περὶ ταὐτὰ μὲν οὖν ἐστὶν ὅ τε δειλὸς καὶ ὁ θρασὺς καὶ ὁ ἀνδρεῖος, διαφόρως δ’ ἔχουσι πρὸς αὐτά· οἳ μὲν γὰρ ὑπερβάλλουσι καὶ ἐλλείπουσιν, ὃ δὲ μέσως ἔχει καὶ ὡς δεῖ· καὶ οἱ μὲν θρασεῖς προπετεῖς, καὶ βουλόμενοι πρὸ τῶν κινδύνων ἐν αὐτοῖς δ’ ἀφίστανται, οἱ δ’ ἀνδρεῖοι ἐν τοῖς ἔργοις ὀξεῖς, πρότερον δ’ ἡσύχιοι.

Καθάπερ οὖν εἴρηται, ἡ ἀνδρεία μεσότης ἐστὶ περὶ θαρραλέα καὶ φοβερά, ἐν οἷς εἴρηται, καὶ ὅτι καλὸν αἱρεῖται καὶ ὑπομένει, ἢ ὅτι αἰσχρὸν τὸ μή. τὸ δ’ ἀποθνήσκειν φεύγοντα πενίαν ἢ ἔρωτα ἤ τι λυπηρὸν οὐκ ἀνδρείου, ἀλλὰ μᾶλλον δειλοῦ· μαλακία γὰρ τὸ φεύγειν τὰ ἐπίπονα, καὶ οὐχ ὅτι καλὸν ὑπομένει, ἀλλὰ φεύγων κακόν.


Βιβλιογραφία: Αριστοτέλους Ηθικά Νικομάχεια (1115b.7 έως 1116a.15)  
Απόδοση κειμένου: Κότσαλης  Γεώργιος