What imagination is

 

Αν όντως υπάρχει η φαντασία κατά την οποία λέμε πως μία παράσταση μας συμβαίνει και όχι όταν λέμε κάτι μεταφορικά, τότε είναι κάποια δύναμη ή ικανότητα, με βάση την οποία κρίνουμε και λέμε την αλήθεια ή ψέματα. Τέτοιες είναι η αίσθηση, η δοξασία, η επιστημονική γνώση, ο νους.

Δεν είναι αίσθηση

Ότι πραγματικά δεν είναι αίσθηση, φαίνεται από όσα ακολουθούν. Γιατί η αίσθηση ή είναι δύναμη ή ενέργεια, όπως η όψη και η όραση, ενώ υπάρχουν πράγματα που μας φαίνονται ακόμη και όταν δεν υπάρχει κανένα από τούτα τα δύο, όπως όσα μας συμβαίνουν στον ύπνο. Έπειτα η αίσθηση πάντοτε είναι παρούσα, η φαντασία όχι. Αν πάλι αυτές ήταν το ίδιο κατά την ενέργεια, τότε θα μπορούσαν όλα τα ζώα να φαντάζονται· φαίνεται όμως πως κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, όπως με το μυρμήγκι ή τη μέλισσα ή το σκουλήκι. Ύστερα οι αισθήσεις είναι πάντοτε αληθινές, ενώ οι περισσότερες φαντασίες ψεύτικες. Έπειτα δεν λέμε, όταν ενεργούμε με την αίσθησή μας γύρω από ένα αντικείμενο με ακρίβεια, ότι τούτο το αντικείμενο μας φαίνεται άνθρωπος, αλλά μάλλον όταν δεν αισθανόμαστε ξεκάθαρα, και τότε είναι ή αλήθεια ή ψέμα. Και όπως ακριβώς λέγαμε και πρωτύτερα, και με τα μάτια κλειστά βλέπουμε οράματα.

Ούτε δοξασία

Αλλά βέβαια ούτε θα είναι κάποια από αυτές που πάντοτε αληθεύουν, όπως η επιστήμη ή ο νους· διότι υπάρχει και ψευδής φαντασία. Μένει άρα να δούμε αν είναι δοξασία· διότι γίνεται και αληθής και ψευδής δοξασία. Αλλά στη δοξασία ακολουθεί η πίστη (γιατί δεν μπορεί να δοξάζουμε για κάτι που δεν πιστεύουμε), σε κανένα όμως ζώο δεν υπάρχει πίστη, αντίθετα φαντασία σε πολλά. Ακόμη, σε κάθε δοξασία ακολουθεί πίστη, στη πίστη πειστικότητα, στην πειστικότητα συλλογισμός· αντιθέτως σε μερικά ζώα υπάρχει φαντασία, συλλογισμός όμως όχι.

Είναι επομένως φανερό ότι η φαντασία ούτε δοξασία με αίσθηση, ούτε δια της αισθήσεως, ούτε μίξη δοξασίας και αισθήσεως μπορεί να είναι, και γι’ αυτόν τον λόγο είναι και προφανές ότι για κανένα άλλο πράγμα δεν έχουμε δοξασία παρά για εκείνο για το οποίο έχουμε και την αίσθηση. Θέλω να πω, πως η συμπλοκή που γίνεται από τη δοξασία και την αίσθηση του λευκού είναι φαντασία· ασφαλώς όμως όχι εκείνη που γίνεται από τη δοξασία του αγαθού και την αίσθηση του λευκού. Φαντασία λοιπόν είναι το να δοξάζει κανείς αυτό ακριβώς που αισθάνεται και όχι από σύμπτωση.

Ωστόσο, φαντασία έχουμε και για πράγματα ψευδή, για τα οποία ταυτόχρονα έχουμε αντίληψη αληθινή, για παράδειγμα ο ήλιος φαίνεται πως έχει μήκος ένα πόδι, είμαστε όμως πεπεισμένοι ότι είναι μεγαλύτερος της γης. Συμβαίνει λοιπόν ή να έχουμε αποβάλει την αληθινή μας δοξασία, την οποία είχαμε, παρόλο που το πράγμα παραμένει ως έχει, δίχως να λησμονήσουμε ή να μεταπεισθούμε, ή, εάν διατηρούμε την ίδια δοξασία, κατ’ ανάγκη αυτή να είναι και αληθής και ψευδής. Αλλά όποτε διέφευγε της προσοχής μας η μεταβολή του πράγματος γινόταν ψευδής. Δεν είναι άρα η φαντασία ένα από τα παραπάνω ούτε συνίσταται από τούτα.

Αλλά επειδή είναι δυνατόν άμα κινηθεί ένα πράγμα, ένα άλλο να κινηθεί από αυτό, και  φαίνεται πως η φαντασία είναι μία κίνηση και πως δεν γίνεται δίχως αίσθηση αλλά την έχουν όσα αισθάνονται και έχει να κάνει με πράγματα για τα οποία υπάρχει αίσθηση, και επειδή είναι δυνατόν να προκαλείται κίνηση από την ενέργεια της αισθήσεως, και αυτή αναγκαστικά να είναι όμοια με την αίσθηση, θα μπορούσε αυτή η κίνηση να μην επιδέχεται να υπάρχει δίχως αίσθηση ούτε να υπάρχει σε όσα δεν αισθάνονται, και αυτό που την έχει και πολλά να πράττει κατ’ αυτήν και πολλά να πάσχει, και να είναι και αληθή και ψευδή.

Τούτο δε συμβαίνει για τους εξής λόγους: Η αίσθηση των ιδιαίτερων για την κάθε αίσθηση χωριστά αντικειμένων είναι αληθής ή έχει το ψεύδος στο λιγότερο δυνατό βαθμό. Δεύτερον, αυτά (τα αισθητά) αναφέρονται σε όσα κατά συμβεβηκός (συμπτωματικά) υπάρχουν. Και εδώ ήδη ενδέχεται κανείς να διαψεύδεται· διότι δεν διαψευδόμαστε στο ότι το τάδε είναι λευκό, αλλά αν το λευκό που βλέπουμε είναι το τάδε ή κάτι άλλο διαψευδόμαστε. Τρίτον, από εκείνα τα αισθητά που είναι κοινά για όλες τις αισθήσεις και ακολουθούν τα συμβεβηκότα (όσα επισυμβαίνουν στα πράγματα), και στα οποία υπάρχουν τα ίδια (ιδιαίτερα) αισθητά. Εννοώ, παραδείγματος χάριν, την κίνηση και το μέγεθος, τα οποία έχουν συμβεί στα αισθητά, και στα οποία κατεξοχήν μπορεί κανείς ευθύς να απατηθεί από την αίσθηση.

Η κίνηση δε που γίνεται από την ενέργεια της αισθήσεως θα διαφέρει από την κίνηση που γίνεται από τούτες τις τρεις αισθήσεις (δηλ. της αισθήσεως περί τα ίδια, τα κατά συμβεβηκός και τα κοινά αισθητά). Και η μεν πρώτη παρευρισκομένης της αισθήσεως (δηλ. η κίνηση που γίνεται συνάμα με την ενέργεια της αισθήσεως περί τα ίδια αισθητά) είναι αληθής, ενώ οι άλλες δύο (δηλ. οι κινήσεις που γίνονται από τις αισθήσεις τις περί τα κατά συμβεβηκός και τα κοινά αισθητά), είτε είναι παρούσα είτε είναι απούσα η αίσθηση, θα είναι ψευδείς, και μάλιστα όταν το αισθητό είναι μακριά.

Η φαντασία

Αν λοιπόν κανένα άλλο δεν έχει τα λεχθέντα παρά η φαντασία, και η φαντασία είναι ό,τι είπαμε, τότε θα είναι κίνηση που γίνεται από την κατ’ ενέργεια αίσθηση. Και επειδή κατεξοχήν αίσθηση είναι η όψη, έχει λάβει και το όνομά της από το φως, καθώς δίχως φως δεν μπορούμε να δούμε. Και λόγω του ότι οι φαντασίες μένουν και είναι όμοιες με τις αισθήσεις, πολλά πράττουν από αυτές τα ζώα, άλλα επειδή δεν έχουν νου, όπως τα υπόλοιπα ζώα, και άλλα επειδή ενίοτε επισκοτίζεται ο νους από κάποιο πάθος ή νόσο ή ύπνο, όπως οι άνθρωποι.

Όσον αφορά λοιπόν τη φαντασία, τι είναι και για ποιο λόγο είναι, έστω αρκετά τα όσα είπαμε.

Εἰ δή ἐστιν ἡ φαντασία καθ’ ἣν λέγομεν φάντασμά τι ἡμῖν γίγνεσθαι καὶ μὴ εἴ τι κατὰ μεταφορὰν λέγομεν, μία τίς ἐστι τούτων δύναμις ἢ ἕξις, καθ’ ἣν κρίνομεν καὶ ἀληθεύομεν ἢ ψευδόμεθα. τοιαῦται δ’ εἰσὶν αἴσθησις, δόξα, ἐπιστήμη, νοῦς.

Ὅτι μὲν οὖν οὐκ ἔστιν αἴσθησις, δῆλον ἐκ τῶνδε. αἴσθησις μὲν γὰρ ἤτοι δύναμις ἢ ἐνέργεια, οἷον ὄψις καὶ ὅρασις, φαίνεται δέ τι καὶ μηδετέρου ὑπάρχοντος τούτων, οἷον τὰ ἐν τοῖς ὕπνοις. εἶτα αἴσθησις μὲν ἀεὶ πάρεστι, φαντασία δ’ οὔ. εἰ δὲ τῇ ἐνεργείᾳ τὸ αὐτό, πᾶσιν ἂν ἐνδέχοιτο τοῖς θηρίοις φαντασίαν ὑπάρχειν· δοκεῖ δ’ οὔ, οἷον μύρμηκι ἢ μελίττῃ ἢ σκώληκι. εἶτα αἱ μὲν ἀληθεῖς ἀεί, αἱ δὲ φαντασίαι γίνονται αἱ πλείους ψευδεῖς. ἔπειτα οὐδὲ λέγομεν, ὅταν ἐνεργῶμεν ἀκριβῶς περὶ τὸ αἰσθητόν, ὅτι φαίνεται τοῦτο ἡμῖν ἄνθρωπος· ἀλλὰ μᾶλλον ὅταν μὴ ἐναργῶς αἰσθανώμεθα, τότε ἢ ἀληθὴς ἢ ψευδής. καὶ ὅπερ δὲ ἐλέγομεν πρότερον, φαίνεται καὶ μύουσιν ὁράματα.

Ἀλλὰ μὴν οὐδὲ τῶν ἀεὶ ἀληθευουσῶν οὐδεμία ἔσται, οἷον ἐπιστήμη ἢ νοῦς· ἔστι γὰρ φαντασία καὶ ψευδής. λείπεται ἄρα ἰδεῖν εἰ δόξα· γίνεται γὰρ δόξα καὶ ἀληθὴς καὶ ψευδής. ἀλλὰ δόξῃ μὲν ἕπεται πίστις (οὐκ ἐνδέχεται γὰρ δοξάζοντα οἷς δοκεῖ μὴ πιστεύειν), τῶν δὲ θηρίων οὐθενὶ ὑπάρχει πίστις, φαντασία δὲ πολλοῖς. ἔτι πάσῃ μὲν δόξῃ ἀκολουθεῖ πίστις, πίστει δὲ τὸ πεπεῖσθαι, πειθοῖ δὲ λόγος· τῶν δὲ θηρίων ἐνίοις φαντασία μὲν ὑπάρχει, λόγος δ’ οὔ.

Φανερὸν τοίνυν ὅτι οὐδὲ δόξα μετ’ αἰσθήσεως, οὐδὲ δι’ αἰσθήσεως, οὐδὲ συμπλοκὴ δόξης καὶ αἰσθήσεως φαντασία ἂν εἴη, διά τε ταῦτα καὶ δῆλον ότι οὐκ ἄλλου τινός ἐστιν ἡ δόξα, ἀλλ’ ἐκείνου ἐστὶν οὗ καὶ ἡ αἴσθησις· λέγω δ’, ἐκ τῆς τοῦ λευκοῦ δόξης καὶ αἰσθήσεως ἡ συμπλοκὴ φαντασία ἐστίν· οὐ γὰρ δὴ ἐκ τῆς δόξης μὲν τῆς τοῦ ἀγαθοῦ, αἰσθήσεως δὲ τῆς τοῦ λευκοῦ. τὸ οὖν φαίνεσθαί ἐστί τὸ δοξάζειν ὅπερ αἰσθάνεται μὴ κατὰ συμβεβηκός.

Φαίνεται δέ καὶ ψευδῆ, περὶ ὧν ἅμα ὑπόληψιν ἀληθῆ ἔχει, οἷον φαίνεται μὲν ὁ ἥλιος ποδιαῖος, πεπίστευται δ’ εἶναι μείζων τῆς οἰκουμένης· συμβαίνει οὖν ἤτοι ἀποβεβληκέναι τὴν ἑαυτοῦ ἀληθῆ δόξαν, ἣν εἶχε, σωζομένου τοῦ πράγματος, μὴ ἐπιλαθόμενον μηδὲ μεταπεισθέντα, ἢ εἰ ἔτι ἔχει, ἀνάγκη τὴν αὐτὴν ἀληθῆ εἶναι καὶ ψευδῆ. ἀλλὰ ψευδὴς ἐγίνετο ὅτε λάθοι μεταπεσὸν τὸ πρᾶγμα. οὔτ’ ἄρα ἕν τι τούτων ἐστὶν οὔτ’ ἐκ τούτων ἡ φαντασία.

Ἀλλ’ ἐπειδή ἐστὶ κινηθέντος τουδὶ κινεῖσθαι ἕτερον ὑπὸ τούτου, ἡ δὲ φαντασία κίνησίς τις δοκεῖ εἶναι καὶ οὐκ ἄνευ αἰσθήσεως γίνεσθαι ἀλλ’ αἰσθανομένοις καὶ ὧν αἴσθησις ἐστίν, ἔστι δὲ γίνεσθαι κίνησιν ὑπὸ τῆς ἐνεργείας τῆς αἰσθήσεως, καὶ ταύτην ὁμοίαν ἀνάγκη εἶναι τῇ αἰσθήσει, εἴη ἂν αὕτη ἡ κίνησις οὔτε ἄνευ αἰσθήσεως ἐνδεχομένη οὔτε μὴ αἰσθανομένοις ὑπάρχειν, καὶ πολλὰ κατ’ αὐτὴν καὶ ποιεῖν καὶ πάσχειν τὸ ἔχον, καὶ εἶναι καὶ ἀληθῆ καὶ ψευδῆ.

Τοῦτο δὲ συμβαίνει διὰ τάδε. ἡ αἴσθησις τῶν μὲν ἰδίων ἀληθής ἐστιν ἢ ὅτι ὀλίγιστον ἔχουσα τὸ ψεῦδος. δεύτερον δὲ τοῦ συμβεβηκέναι ταῦτα· καὶ ἐνταῦθα ἤδη ἐνδέχεται διαψεύδεσθαι· ὅτι μὲν γὰρ λευκόν, οὐ ψεύδεται, εἰ δὲ τοῦτο τὸ λευκὸν ἢ ἄλλο τι, ψεύδεται. τρίτον δὲ τῶν κοινῶν καὶ ἑπομένων τοῖς συμβεβηκόσιν, οἷς ὑπάρχει τὰ ἴδια· λέγω δ’ οἷον κίνησις καὶ μέγεθος, ἃ συμβέβηκε τοῖς αἰσθητοῖς, περὶ ἃ μάλιστα ἤδη ἔστιν ἀπατηθῆναι κατὰ τὴν αἴσθησιν.

Ἡ δὲ κίνησις ἡ ὑπὸ τῆς ἐνεργείας τῆς αἰσθήσεως γινομένη διοίσει τῆς ἀπὸ τούτων τῶν τριῶν αἰσθήσεων. καὶ ἡ μὲν πρώτη παρούσης τῆς αἰσθήσεως ἀληθής, αἱ δ’ ἕτεραι καὶ παρούσης καὶ ἀπούσης εἶεν ἂν ψευδεῖς, καὶ μάλιστα ὅταν πόρρω τὸ αἰσθητὸν ᾖ.

Εἰ οὖν μηθὲν μὲν ἄλλο ἔχει τὰ εἰρημένα ἢ φαντασία, τοῦτο δ’ ἐστὶ τὸ λεχθέν, ἡ φαντασία ἂν εἴη κίνησις ὑπὸ τῆς αἰσθήσεως τῆς κατ’ ἐνέργειαν γιγνομένη. ἐπεὶ δ’ ἡ ὄψις μάλιστα αἴσθησίς ἐστι, καὶ τὸ ὄνομα ἀπὸ τοῦ φάους εἴληφεν, ὅτι ἄνευ φωτὸς οὐκ ἔστιν ἰδεῖν. καὶ διὰ τὸ ἐμμένειν καὶ ὁμοίας εἶναι ταῖς αἰσθήσεσι, πολλὰ κατ’ αὐτὰς πράττει τὰ ζῷα, τὰ μὲν διὰ τὸ μὴ ἔχειν νοῦν, οἷον τὰ θηρία, τὰ δὲ διὰ τὸ ἐπικαλύπτεσθαι τὸν νοῦν ἐνίοτε πάθει ἢ νόσῳ ἢ ὕπνῳ, οἷον οἱ ἄνθρωποι.

Περὶ μὲν οὖν φαντασίας, τί ἐστι καὶ διὰ τί ἐστιν, εἰρήσθω ἐπὶ τοσοῦτον.


Βιβλιογραφία: Αριστοτέλους Περί ψυχής (428a.1 έως 429a.9)
Απόδοση κειμένου: Κότσαλης Γεώργιος