What it is that makes us move

 

Φαίνεται πάντως πως δύο είναι αυτά που κινούν: ή η όρεξη ή ο νους, αν θα θεωρούσε κανείς τη φαντασία ως ένα είδος νοήσεως. Διότι πολλοί, αντίθετα από την επιστήμη, ακολουθούν τις φαντασίες, και εκτός αυτού στα άλλα ζώα δεν υπάρχει νόηση ούτε συλλογισμός, αλλά φαντασία.

Νους και  όρεξη

Και τα δύο άρα αυτά κινούν αναφορικά με τον τόπο, δηλ. ο νους και η όρεξη. Ο νους όμως ο πρακτικός, εκείνος που συλλογίζεται για κάτι. Διαφέρει δε του θεωρητικού ως προς τον σκοπό. Αλλά και όλες οι ορέξεις χάριν κάποιου πράγματος συμβαίνουν· διότι αυτό στο οποίο αναφέρεται η όρεξη είναι η αρχή του πρακτικού νου, ενώ το σημείο όπου καταλήγει η σκέψη μας είναι η αρχή της πράξεως.

Ώστε ευλόγως δύο είναι αυτά που φαίνεται πως κινούν, η όρεξη και η διάνοια η πρακτική· διότι το αντικείμενο της ορέξεως κινεί, και εξαιτίας τούτου η διάνοια κινεί, επειδή αυτό αποτελεί αρχή της.

Αλλά και η φαντασία όταν κινεί, δεν κινεί άνευ ορέξεως. Ένα λοιπόν είναι εκείνο που κινεί: το αντικείμενο της ορέξεως. Διότι αν ήταν δύο, ο νους και η όρεξη, εκείνα που κινούσαν, θα κινούσαν με βάση κάποιο κοινό είδος (κάποια κοινή δύναμη).

Τώρα όμως ο νους δεν φαίνεται να κινεί δίχως όρεξη (διότι η βούληση είναι όρεξη), και όταν κινείται σύμφωνα με τον λογισμό, κινείται και κατά βούληση, ενώ η όρεξη κινεί αντίθετα από τον λογισμό· διότι η επιθυμία είναι ένα είδος ορέξεως.

Ο νους λοιπόν είναι πάντοτε ορθός· αντιθέτως όρεξη και φαντασία αμφότερες και ορθές και όχι ορθές. Γι’ αυτό το αντικείμενο της ορέξεως κινεί μεν πάντοτε, αλλά τούτο είναι ή το αγαθό ή ό,τι φαίνεται αγαθό. Όχι όμως οποιοδήποτε, αλλά το αγαθό που έχει να κάνει με τις πράξεις. Και τέτοιο είναι ό,τι ενδέχεται να έχει και αλλιώς (δηλ. και να γίνει και να μη γίνει).

Φαίνεται δέ γε δύο ταῦτα κινοῦντα, ἢ ὄρεξις ἢ νοῦς, εἴ τις τὴν φαντασίαν τιθείη ὡς νόησίν τινα· πολλοὶ γὰρ παρὰ τὴν ἐπιστήμην ἀκολουθοῦσι ταῖς φαντασίαις, καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ζῴοις οὐ νόησις οὐδὲ λογισμὸς ἔστιν, ἀλλὰ φαντασία.

Ἄμφω ἄρα ταῦτα κινητικὰ κατὰ τόπον, νοῦς καὶ ὄρεξις. νοῦς δὲ ὁ ἕνεκά του λογιζόμενος καὶ ὁ πρακτικός· διαφέρει δὲ τοῦ θεωρητικοῦ τῷ τέλει. καὶ ἡ ὄρεξις δ’ ἕνεκά του πᾶσα· οὗ γὰρ ἡ ὄρεξις, αὕτη ἀρχὴ τοῦ πρακτικοῦ νοῦ, τὸ δ’ ἔσχατον ἀρχὴ τῆς πράξεως.

Ὥστε εὐλόγως δύο ταῦτα φαίνεται τὰ κινοῦντα, ὄρεξις καὶ διάνοια πρακτική· τὸ ὀρεκτὸν γὰρ κινεῖ, καὶ διὰ τοῦτο ἡ διάνοια κινεῖ, ὅτι ἀρχὴ αὐτῆς ἐστι τὸ ὀρεκτόν.

Καὶ ἡ φαντασία δὲ ὅταν κινῇ, οὐ κινεῖ ἄνευ ὀρέξεως. ἓν δή τι τὸ κινοῦν τὸ ὀρεκτόν. εἰ γὰρ δύο, νοῦς καὶ ὄρεξις͵ ἐκίνουν, κατὰ κοινὸν ἄν τι ἐκίνουν εἶδος.

Νῦν δὲ ὁ μὲν νοῦς οὐ φαίνεται κινῶν ἄνευ ὀρέξεως· ἡ γὰρ βούλησις ὄρεξις· ὅταν δὲ κατὰ τὸν λογισμὸν κινῆται, καὶ κατὰ βούλησιν κινεῖται, ἡ δ’ ὄρεξις κινεῖ παρὰ τὸν λογισμόν· ἡ γὰρ ἐπιθυμία ὄρεξίς τίς ἐστιν.

Νοῦς μὲν οὖν πᾶς ὀρθός· ὄρεξις δὲ καὶ φαντασία καὶ ὀρθὴ καὶ οὐκ ὀρθή. διὸ ἀεὶ κινεῖ μὲν τὸ ὀρεκτόν, ἀλλὰ τοῦτ’ ἐστὶν ἢ τὸ ἀγαθὸν ἢ τὸ φαινόμενον ἀγαθόν. οὐ πᾶν δέ, ἀλλὰ τὸ πρακτὸν ἀγαθόν. πρακτὸν δ’ ἐστὶ τὸ ἐνδεχόμενον καὶ ἄλλως ἔχειν.


Βιβλιογραφία: Αριστοτέλους Περί ψυχής (433a.9 έως 433a.30)
Απόδοση κειμένου: Κότσαλης Γεώργιος